- ἀμετάστατον
- ἀμετάστατοςunchangeablemasc/fem acc sgἀμετάστατοςunchangeableneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμετάστατος — η, ο (Α ἀμετάστατος, ον) [μεθίστημι] αυτός που δεν μετατέθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετατεθεί, αμετάθετος, αναλλοίωτος, αμετάβλητος αρχ. 1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν εξαλείψει, να τόν εξαφανίσει 2. το ουδ. ως ουσ. τό ἀμετάστατον… … Dictionary of Greek
ԱՆՓՈԽԱԿՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0252 Chronological Sequence: 8c գ. τὸ ἁμετάστατον immutabilitas Իբր Անփոփոխութիւն. *Ըստ անփոխակցութեան գոլոյն նորա յինքենէ ամենայն իրօք. Դիոն. ածայ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)